- άζα
- η (Α ἄζα)νεοελλ.1. αιθάλη, καπνιά2. η άρμη που ρίχνουν στο τυρί3. λεπτότατη σκόνη από κάρβουνα ή άχυρα, άχνη, σκόνη4. υπολείμματα τών γεννημάτων στα αλώνια (κόντυλα, σκύβαλα κ.ά.)5. το προσάναμμα από μισοκαμένο πανί ή νάρθηκα και η τέφρα τουμσν.ξερό ίζημα, κατακάθιαρχ.1. θερμότητα2. ξηρασία, ξηρότητα τού δέρματος3. σκόνη, κουρνιαχτός, ακαθαρσία4. ανικανοποίητη επιθυμία.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται σημασιολογικά, πιθανώς και ετυμολογικά, με το ρ. ἄζω «ξηραίνω, στεγνώνω». Και οι δύο λέξεις μπορούν να αναχθούν σε ΙΕ ρίζα *azd- (= ξηραίνω, φρύγω, στεγνώνω).ΠΑΡ. νεοελλ. αζίνα.ΣΥΝΘ. νεοελλ. αζοπηγή].
Dictionary of Greek. 2013.